- χαλκοκνήμῖς
- χαλκο-κνήμῖς, ῖδος: with greaves of bronze, Il. 7.41†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
χαλκοκνήμις — ιδος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει χάλκινες περικνημίδες («χαλκοκνήμιδες Ἀχαιοί», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + κνημίς, ίδος (πρβλ. ἐϋ κνήμις, δασυ κνήμις)] … Dictionary of Greek
χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… … Dictionary of Greek
χαλκοκνήμιδας — χαλκοκνήμῑδας , χαλκοκνήμις bronze greaved masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκοκνήμιδες — χαλκοκνήμῑδες , χαλκοκνήμις bronze greaved masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)